πάναγνος

πάναγνος
-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ πάναγνος, -ον)
πάρα πολύ αγνός, αγνότατος
το θηλ. ως ουσ. η πάναγνος
προσωνυμία τής Θεοτόκου.
επίρρ...
πανάγνως (Α)
με πάναγνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἁγνός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάναγνος — η, ο ο αγνός σε ανώτατο βαθμό, ο άσπιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανάμωμος — πανάμωμος, ον (ΑΜ) καθ όλα άψογος, εντελώς ανεπίληπτος, πάναγνος μσν. το θηλ. μία από τις τιμητικές προσωνυμίες τής Θεοτόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄμωμος] …   Dictionary of Greek

  • παναγής — (I) παναγής, ές (ΑΜ) αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ αγής]. (II) παναγής, ές (Α) πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος… …   Dictionary of Greek

  • παναμώμητος — και παναμώματος, ον (Μ) πανάμωμος*, πάναγνος. επίρρ... παναμωμήτως (Μ) με εντελώς άψογο, πάναγνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμώμητος] …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱՄԱՔՈՒՐ — ( ) NBH 1 0063 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c ա. Մաքուր եւ անարատ ամենեւին. ամենասուրբ. ամենայնիւ ողջախոհ. πάναγνος purissimus, castissimus, παναγής, πανάγιος sanctissimus *Զկարօտսն առ ʼի լինել… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՄԵՆԱՊԱՐԿԵՇՏ — ( ) NBH 1 0066 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ա. πάναγνος pudicissimus, castissimus եւ πάνσεμνος valde venerandus, magnificus Ամենեւին պարկեշտ. համեստ. ամօթխած. եւս եւ՝ նազելի եւ պատկառելի. ամենայն մեծարանաց արժանի. ամենամաքուր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՄԵՆԱՍՈՒՐԲ — (սրբոյ.) NBH 1 0066 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ա. Ամենեւին սուրբ. որպէս աղբիւր ամենայն սրբութեան, սուրբն սրբոց. (Աստուծոյ եւ աստուածայնոց սեպհական.) πανάγιος, παναγιώτατος, παναγέστατος sanctissimus,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ИОАНН КЛАДА — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Κλαδᾶς] (2 я пол. XIV нач. XV в.), лампадарий Великой ц. в К поле, визант. мелург, учитель пения. Впервые упоминается в каталоге архиеп. Кирилла Мармаринского (сер. XVIII в.) (БАН. РАИК. № 63. Л. 19 об., рубеж XVIII и XIX вв.).… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”